λωβιάζω

λωβιάζω
αμετ. болеть, заболевать проказой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "λωβιάζω" в других словарях:

  • λωβιάζω — και λουβιάζω (Μ λωβιάζω) [λώβα] προσβάλλομαι ή πάσχω από λέπρα …   Dictionary of Greek

  • λωβιάζω — λώβιασα, πάσχω από λέπρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λουβιάζω — βλ. λωβιάζω …   Dictionary of Greek

  • λώβα — και λούβα και λώβη, η (AM λώβη, Μ και λώβα και λούβα) η νόσος λέπρα αρχ. 1. κακή μεταχείριση, κακοποίηση («λώβη τε καὶ διαφθορά», Πλάτ.) 2. προσβολή, χλευασμός, ατίμωση, ύβρη («τίσετε λώβην» θα τιμωρηθείτε για την προσβολή, Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • λουβιάζω — και λωβιάζω λούβιασα και λώβιασα, προσβάλλομαι ή πάσχω από λέπρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»